- ταχύμηνις
- τᾰχῠ-μηνις, εως, ὁ, ἡ,A swift to anger, AP9.524.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύμηνις — ήνεως, ὁ, ἡ, Α οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
ταχύμηνιν — ταχύμηνις swift to anger masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek